- ἀπώλεσαν
- ἀπόλλυμιdestroy utterlyaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολλοὶ στρατηγοὶ Καρίαν ἀπώλεσαν. — πολλοὶ στρατηγοὶ Καρίαν ἀπώλεσαν. См. У семи нянек дитя без глаза … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πολλοὶ ἰατροὶ βασιλέα ἀπώλεσαν. — См. У семи нянек дитя без глаза … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
у семи нянек дитя без глаза — У семи пастухов не стадо. Видно велик городок, что семь воевод. У одной овечки, да семь пастухов. По поводу неурядиц во время семибоярщины (1610 11). Ср. У семи нянек дитя без глаза ; потому некоторые отцы предпочитают иметь одну, но хорошенькую … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
У семи нянек дитя без глаза — У семи нянекъ дитя безъ глаза. У семи пастуховъ не стадо. Видно великъ городокъ, что семь воеводъ. У одной овечки, да семь пастуховъ. По поводу неурядицъ во время семибоярщины (1610 11). Ср. «У семи нянекъ дитя безъ глаза»; потому нѣкоторые отцы… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
κάστα — Κλειστή κοινωνική ομάδα, με κύριο σκοπό την ακέραια μεταβίβαση της πολιτιστικής και βιολογικής κληρονομιάς της. Η κ. προέρχεται από τη λατινική λέξη castus που σημαίνει αγνός, καθαρός. Μολονότι υπάρχουν κ. σε μερικούς αφρικανικούς και… … Dictionary of Greek
συνεκμαχώ — έω, Α εξορμώ προς την μάχη μαζί με άλλους («πολλοὺς ἄνδρας Θετταλῶν ἀπώλεσαν... ξυνεκμαχοῡντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκ + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. συμ μαχῶ] … Dictionary of Greek
τοτοί — και τοτοτοῑ Α (επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ ἀπώλεσαν, τοτοῑ», Αισχύλ. β. «ἧπταί μου, τοτοτοῑ, ἡ δ αὖθ ἕρπει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πρβλ. ὀτοτοῖ] … Dictionary of Greek
χιλιαρχία — η, ΝΜΑ [χιλίαρχος] 1. το αξίωμα τού χιλιαρχου 2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία τού Τζαβέλλα», Βλαχογ. β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ) αρχ. 1. περσική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek